Νίκος Τζίμπουλας
- Ουπς! Μπας και εννοούσατε Τζίμπο;
Ο Τζίμπουλας ο «Κυνικός», Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές (ιαματικές συνεπώς αναξιόπιστες) το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο Μαλαπέρδιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της απόστασης, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ημερομηνία θανάτου του Τζίμπουλα ή χαϊδευτικά Τζίμπο όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι φίλοι του να αποκαλούν δεν είναι ακριβώς γνωστή, ο Λαέρτιος Μαλαπέρδιος πιθανώς παραθέτει κάποιον θρύλο.
Ένας άλλος θρύλος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Τζίμπο. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Τζιμπουλαϊκής Φραπεδοκαναπεστικής Φιλοσοφίας πρόγονος της σημερινής στάσης ζωής Α.Κ.L. αρχικά του "Αραχτοί και Light".
Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τον αυνανισμό, τη λιτότητα, τις διεστραμένες σεξουαλικές επιθυμίες, την αυτογνωσία, την μονογαμία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.
Το Κυνικό του πνεύμα[επεξεργασία]
Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύωνα (το σκύλο) και έλεγαν “εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς και τους φίλους, αλλά τους βάζουμε να ξαπλώσουν να ξεκουραστούν και να χαλαρώσουν".
Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πυθάρι και γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα κρατώντας στο χέρι του έναν φωτεινό δονητή που οι αδαείς και αθώοι τότε κάτοικοι της Κορίνθου χαρακτήρισαν ως φανάρι.
Η διασημότερη αναφορά σε αυτόν τον μεγάλο φιλόσοφο είναι περίπου το 340 π.Χ. όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ζήτησε να τον επισκεφτεί μιας και η φήμη του για τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο ολοένα και αυξανόταν.
Η συνάντηση[επεξεργασία]
Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέγει:
“Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”.
Ο Τζίμπο ατάραχος και με το μόνιμο χαμόγελο του ζωγραφισμένο στο πρόσωπο απαντά
“Στ'αρχίδια μου και 'γώ είμαι ο ο Κύων ο Τζίμπον”.
Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει:
“Δεν με φοβάσαι;”
Ο Τζίμπο απαντάει:
“Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”
Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτά εκ νέου:
“Τι χάρη (και κλείνοντας το μάτι του) και θέλημα θες να σου κάνω;”
Και ο Τζίμπο ξανά με λογοπαίγνιο απαντά:
“Σκότισον με ”. Βάλε με δηλαδή ξανά στο σκότος.
Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Τζίμπο, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί έως: “Κάνε μου σκιά”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, κατέκριναν την ιδιότητα του ηλίου να μαυρίζει το δέρμα του ανθρώπου και συνεπώς να το κάνει πιο θεμιτό.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο:
”Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν το φανάρι του Τζίμπο”.
Αντίθετη άποψη για τον πραγματικό και μοναδικά Αληθινό λόγο του Τζίμπο να ζητήσει από τον Μέγα Βασιλεύ να του κάνει σκιά καταγράφει στο βιβλίο του "ο Αληθής Αλήθειες λέει" της συλλογής Αληθειών "Βασιλιάδειος Αλήθεια και Πραγματικότης" του συγγραφέα "ΒασιλειÀδειος ο Αληθής" όπου και υποστηρίζει πως ο Μέγας φιλόσοφος δεν φοβόταν μην μαυρίσει το δέρμα του αλλά "ίδρωνε" και "ζεσταινόταν" καθώς πληροφορίες αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο εκείνη την ημέρα να επικρατούσε καύσωνας στην πόλη της Κορίνθου.
Μεταγενέστεροι Φιλόσοφοι στοχαστές και ιστορικοί αφήνουν ασχολίαστο αυτό το μελανό σημείο της Αρχαιότης λέγοντας απλά την φράση "ΨΑΞΟΥ".
Μεταγενέστερες ζωές και "δράση" (το δράση ειρωνικά)[επεξεργασία]
Ο Τζίμπο άργησε δραματικά να επιστρέψει στη Γη, κάτι πολύ λογικό άλλωστε αν αναλογιστεί κανείς την απέραντη χαλαρότητα του πνεύματός του. Του πήρε περίπου 2 χιλιετίες να αφήσει το πλατσούρισμα στα ζεστά και χαλαρωτικά νερά του παραδείσου για να επιστρέψει στα εγκόσμια.
Ο θρύλος λέει πως κατά την δημιουργία του ΚΟΣΜΟΥ έπεισε κυριολεκτικά τον Θεό να δημιουργήσει και τον Παράδεισο ως τόπος αναψυχής ψυχών διψασμένων για χαλάρωση.
Τον γνωρίσαμε και σαν Νικόλαο Τζίμπουλα, γεννημένο στην πόλη της Βέροιας το 1988 όπου και θα τον περίμενε μια ζωή ασφυκτικά χαλαρή (ναι γίνεται και αυτό) ήρεμη και γαλήνια.
Ενδιαφέρων στοιχείο της καθημερινότητας του είναι η χαλαρή εργασία του ως φωτιστής σε τοπικό κέντρο διασκέδασης..
Εδώ όπως πολύ σωστά παρατηρεί και καταγράφει ο στο βιβλίο του "Φως Φανάρι Αγκουροντομάτα χωρίς Ξύδι" ο νέο-εμφανιζόμενος συγγραφέας μελετητής Γιάννης Βασιλειάδης (όπου φήμες θέλουν και σαν την μετεμψύχωση του "ΒασιλειÀδειου του Αληθή")
Είναι μήπως τυχαία η σχέση του Νίκου με τα φωτεινά αντικείμενα ανά τους αιώνες?
και πολύ σωστά μας παραθέτει τον εξής συλλογισμό :
Καλλιτεχνική επιρροή[επεξεργασία]
Έχει εμπνεύσει καλλιτέχνες σε διάφορους τομείς όπως μουσική, ζωγραφική κτλ. πολλοί εκ των οποίων διάσημοι και καταξιωμένοι.