Πορδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτός που πορδεί, πορδάει και χαίρεται. Αυτός που πορδάει, πορδεί και χέζεται.
Αυτό το άρθρο προέρχεται από την Uncyclovision, τον κορυφαίο και απόλυτο διαγωνισμό τραγουδιού.
Πορδοποίηση:
Πάψε να πορδείς, τείνεις να χεστείς.
Μιά ζωή πορδάς, ποτέ δεν σταματάς.
Αυτός είσαι εσύ, βρε πορδομανή πορδοκλάστη. Αυτός είσαι εσύ, βρε πορδόμενε
κουραδοβγάλτη.Η αστρονομική σκοπιά[επεξεργασία]
περδώνυμα, κλαώνυμα (βλ. κλάω, κλω)[επεξεργασία]
- περδιστής, περδίζω, καταπέρδιση
- κλάων, κλάουσα, κλάον, Satan Claus
Περδήρωες[επεξεργασία]
- Κλάων Περδίfartος (ελλήναγγλος)
- κυρία Κλω Κλω
Μεταφορικά μέσα[επεξεργασία]
- αεροκλάνο