Φρικηλεξικό:άθεος

Από τη Φρικηπαίδεια, την ελεύθερη παρωδία
(Ανακατεύθυνση από Άθεος)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Καλώς ήλθατε στο Φρικηλεξικό, το γλιεξικό που κανείς δεν θα έπρεπε να ανοίξει!

α ά β γ δ ε έ ζ η ή θ ι ί κ λ μ ν ξ ο ό π ρ σ τ υ ύ φ χ ψ ω ώ

Τυχαία λέξη



WikiLeksiko.png

Άθεος είναι όποιος δεν έχει τον Θεό του, και δεν τον έχει γιατί τον έχασε στον δρόμο, καθώς πήγαινε να τον συναντήσει, αλλά δεν ήξερε πού μένει ακριβώς και χάθηκε. Τελευταία κουβέντα (του Θεού, όχι του άθεου) πριν την εξαφάνιση του ήταν:

"Πού πα ρεε ...γκαβάδι!"

Φωτογραφία τυπικού άθεου[επεξεργασία]

https://i.pinimg.com/originals/ea/f3/79/eaf3791f92a221b6f8afc1e29e71d60b.jpg

Επίπεδα αθεοχαύνωσης (atheotardy levels)[επεξεργασία]

ιδεολογία και οπαδός ανά επίπεδο[επεξεργασία]

  1. αθεουλισμός - αθεΐσκος, αθεόνι (μακαρονάθεος της MISKO)
    αγγλιστί: athelusiveness - athelusive
  2. αθεϊσμός, αθεΐα - άθεος, άθεη, άθεο, Athens
    αγγλιστί: atheism - atheist
  3. αθεοχαύνωση - αθεόχαυλος
    αγγλιστί: atheotardy, atheotardedness - atheotard, atheotarded
  4. αθεοκαφρίλα, αθεοκάφρωση - αθεόκαφρος
    αγγλιστί: atheockery - atheocker

Λαϊκώνυμα[επεξεργασία]

  • ο αθεοτζής
  • η αθεοτζού
  • το αθεοτζό

Ρητά[επεξεργασία]

  • νεοδημοκράτης: άθεος μέχρι να κάτσεις συνοδηγός μου
  • πατήρ Λιάκος: άθεος μέχρι να κάτσεις να σε γαμήσω
  • γονεόθρησκος: άθεος μέχρι να αρχίσει να πέφτει το αεροπλάνο· μετά την συντριβή νεκρός και θρησκευτικά αδιάφορος
  • αθεόκαφρος: φλωράθεος μέχρι τα μεσάνυχτα· μετά ανθυπερβατιστής καψοκκλησιάς

Αντίθετες γνώμες[επεξεργασία]

https://archive.ph/L5y1u

Ζώα[επεξεργασία]

  • αθεόνος
  • αθερίνα
  • αθεοτάγκος

Ποτά[επεξεργασία]

Μεταφορικά μέσα[επεξεργασία]

  • αθεοπλάνο (εκεί κι αν πέφτεις, δεν γονεοθρήσκεις· αν όμως πεθάνεις, γίνεσαι θρησκευτικά απαθής, όπως κάθε τεθνεώς)